besetzt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κατειλημμένοςbesetzt Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTELbesetzt Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL
- πιασμένοςbesetzt Platzbesetzt Platz
- κατεχόμενοςbesetzt Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILbesetzt Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL