„Berufsverbot“: Neutrum, sächlich BerufsverbotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μου έχει απαγορευτεί η άσκηση επαγγέλματος exemples Berufsverbot erhalten μου έχει απαγορευτεί η άσκηση επαγγέλματος Berufsverbot erhalten