„Bart“: Maskulinum, männlich BartMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Bärte> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) γένι, γένια γένιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Bart γένιαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Bart Bart exemples er geht seinen Vorgesetzten um den Bart umgangssprachlich | οικείοumg καλοπιάνει πολύ τους ανωτέρους του er geht seinen Vorgesetzten um den Bart umgangssprachlich | οικείοumg