„Ausfall“: Maskulinum, männlich AusfallMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -fälle> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ζημία, έλλειμμα, βλάβη, διακοπή ζημίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausfall Ausfall έλλειμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ausfall Defizit Ausfall Defizit βλάβηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausfall Maschine Ausfall Maschine διακοπήFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausfall Strom Ausfall Strom
„Ausfall“: Maskulinum, männlich AusfallMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ματαίωση, ακύρωση, τριχόπτωση ματαίωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausfall Veranstaltung ακύρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausfall Veranstaltung Ausfall Veranstaltung τριχόπτωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Ausfall Haarausfall Ausfall Haarausfall