„atomar“: Adjektiv atomarAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) πυρηνικός, ατομικός πυρηνικός, ατομικός atomar atomar exemples atomare WaffeFemininum, weiblich | θηλυκό f πυρηνικό όπλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n atomare WaffeFemininum, weiblich | θηλυκό f