„Waffe“: Femininum, weiblich WaffeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>auch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) όπλο όπλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Waffe Waffe exemples die Waffen streckenauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig παραδίδω τα όπλα die Waffen streckenauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig jemanden mit seinen eigenen Waffen schlagen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig νικώ κάποιον με τα δικά του όπλα jemanden mit seinen eigenen Waffen schlagen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig