„Arbeitsweise“: Femininum, weiblich ArbeitsweiseFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μέθοδος εργασίας, τρόπος λειτουργίας μέθοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό f εργασίας Arbeitsweise Arbeitsweise τρόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό m λειτουργίας Arbeitsweise von Gerät Arbeitsweise von Gerät