„anschließend“: Adverb anschließendAdverb | επίρρημα adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) στη συνέχεια, εν συνεχεία, μετά, ύστερα στη συνέχεια, εν συνεχεία, μετά, ύστερα anschließend nachher anschließend nachher