Anrainer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österr, AnrainerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> österreichische Variante | αυστριακή παραλλαγή (εκ-δοχή)österrVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κάτοικοςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/fAnrainerAnrainer