κάτοικος
[ˈkatikos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bewohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκάτοικος σπιτιού, πολυκατοικίαςκάτοικος σπιτιού, πολυκατοικίας
- Einwohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fκάτοικος πόλεως, χώραςκάτοικος πόλεως, χώρας
exemples
-
- κάτοικος ακτήςKüstenbewohnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κάτοικος μεγαλούποληςGroßstädterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples