„ύπαρξη“: θηλυκό ύπαρξη [ˈiparksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Existenz, Sein, Dasein Existenzθηλυκό | Femininum, weiblich f ύπαρξη Seinουδέτερο | Neutrum, sächlich n ύπαρξη Daseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n ύπαρξη ύπαρξη