„όροφος“: αρσενικό όροφος [ˈorofos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stock, Stockwerk, Etage Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich m όροφος Stockwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n όροφος Etageθηλυκό | Femininum, weiblich f όροφος όροφος exemples στον τρίτο όροφος im dritten Stock στον τρίτο όροφος