„όνυχας“: αρσενικό όνυχας [ˈonixas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Klaue Klaueθηλυκό | Femininum, weiblich f όνυχας τεχνική | Technikτεχν όνυχας τεχνική | Technikτεχν