„ωρίμαση“: θηλυκό ωρίμαση [oˈrimasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Reife, Reifen, Reifung Reifeθηλυκό | Femininum, weiblich f ωρίμαση ωρίμαση Reifenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ωρίμαση διαδικασία Reifungθηλυκό | Femininum, weiblich f ωρίμαση διαδικασία ωρίμαση διαδικασία