ωμότητα
[oˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Roheitθηλυκό | Femininum, weiblich fωμότητα συμπεριφοράςGrobheitθηλυκό | Femininum, weiblich fωμότητα συμπεριφοράςωμότητα συμπεριφοράς
- Grausamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fωμότητα βαρβαρότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφωμότητα βαρβαρότητα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ