„ωάριο“: ουδέτερο ωάριο [oˈario]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ovum, Ei Ei(zelle)Neutrum, Femininum in Klammern n(f) ωάριο Ovumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ωάριο ωάριο