„ψώρα“: θηλυκό ψώρα [ˈpsora]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schorf Schorfαρσενικό | Maskulinum, männlich m ψώρα βοτανική | Botanikβοτ ψώρα βοτανική | Botanikβοτ