ψυχολογικός
[psixolojiˈkos], ψυχολογική, ψυχολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- psychologischψυχολογικόςψυχολογικός
exemples
- ψυχολιγικός εκβιασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPsychoterrorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ψυχολογική υποστήριξηθηλυκό | Femininum, weiblich f μέσω τηλεφώνουTelefonseelsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f