ψαράδικο
[psaˈraðiko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Fischhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fψαράδικο κατάστημαψαράδικο κατάστημα
- Fischerbootουδέτερο | Neutrum, sächlich nψαράδικο βάρκαψαράδικο βάρκα