χωρητικότητα
[xoritiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Fassungsvermögenουδέτερο | Neutrum, sächlich nχωρητικότηταKapazitätθηλυκό | Femininum, weiblich fχωρητικότηταχωρητικότητα
- Tonnageθηλυκό | Femininum, weiblich fχωρητικότητα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτχωρητικότητα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
exemples
- χωρητικότητα μνήμης ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSpeicherkapazitätθηλυκό | Femininum, weiblich f