χωρίζω
[xoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
χωρίζω
[xoˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich trennenχωρίζω διαχωρίζομαιχωρίζω διαχωρίζομαι
- sich trennen (από von)χωρίζω άνθρωποςauseinandergehenχωρίζω άνθρωποςχωρίζω άνθρωπος
- χωρίζω παίρνω διαζύγιο