χτυπητός
[xtipiˈtos], χτυπητή, χτυπητόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geschlagenχτυπητός αβγάχτυπητός αβγά
- auffälligχτυπητός φανταχτερόςχτυπητός φανταχτερός