χρονολογικός
[xronolojiˈkos], χρονολογική, χρονολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- chronologischχρονολογικόςχρονολογικός
exemples
- σε χρονολογική σειράin chronologischer Reihenfolge
- χρονολογικός δακτύλιοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m βοτανική | BotanikβοτJahresringαρσενικό | Maskulinum, männlich m