χρησιμοποιημένος
[xrisimopiiˈmenos], χρησιμοποιημένη, χρησιμοποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- belegtχρησιμοποιημένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ μνήμηχρησιμοποιημένος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ μνήμη