„χρεωκοπημένος“ χρεωκοπημένος [xreokopiˈmenos], χρεωκοπημένη, χρεωκοπημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) pleite pleite χρεωκοπημένος χρεωκοπημένος