χορηγός
[xoriˈɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Geldgeberαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχορηγός χρηματοδότηςχορηγός χρηματοδότης
- Spenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχορηγός δωρητήςStifterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχορηγός δωρητήςχορηγός δωρητής
- Sponsorαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχορηγός για διαφημιστικούς σκοπούςχορηγός για διαφημιστικούς σκοπούς