„χλιαρός“ χλιαρός [xliaˈros], χλιαρή, χλιαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) lauwarm, lau, fad lauwarm χλιαρός νερό χλιαρός νερό lau, fad(e) χλιαρός άτονος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ χλιαρός άτονος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ