χλευασμός
[xlevazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Hohnαρσενικό | Maskulinum, männlich mχλευασμόςSpottαρσενικό | Maskulinum, männlich mχλευασμόςVerhöhnungθηλυκό | Femininum, weiblich fχλευασμόςχλευασμός