χειροτερεύω
[çiroteˈrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verschlechternχειροτερεύω κάνω λιγότερο καλόχειροτερεύω κάνω λιγότερο καλό
- verschlimmernχειροτερεύω κάνω χειρότεροχειροτερεύω κάνω χειρότερο
χειροτερεύω
[çiroteˈrevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-εψα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich verschlechtern, schlechter werdenχειροτερεύω γίνομαι λιγότερο καλόςχειροτερεύω γίνομαι λιγότερο καλός
- sich verschlimmern, schlimmer werdenχειροτερεύω γίνομαι χειρότεροςχειροτερεύω γίνομαι χειρότερος