χαφιές
[xaˈfjes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spitzelαρσενικό | Maskulinum, männlich mχαφιές κατάσκοποςχαφιές κατάσκοπος
- Denunziantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχαφιές καταδότηςχαφιές καταδότης