χαραμίζω
[xaraˈmizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vergeudenχαραμίζω δυνάμεις, νιάτα, ευκαιρίεςχαραμίζω δυνάμεις, νιάτα, ευκαιρίες
- verplempern, verschwendenχαραμίζω χρήματα, χρόνοχαραμίζω χρήματα, χρόνο
- verschleudernχαραμίζω ξεπουλώχαραμίζω ξεπουλώ