χαμομήλι
[xamoˈmili]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kamilleθηλυκό | Femininum, weiblich fχαμομήλι φυτόχαμομήλι φυτό
- Kamillenteeαρσενικό | Maskulinum, männlich mχαμομήλι αφέψημαχαμομήλι αφέψημα