„χαμογελώ“: αμετάβατο ρήμα χαμογελώ [xamojeˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -ασα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) lächeln lächeln χαμογελώ χαμογελώ exemples χαμογελώ σε κάποιον jemanden anlächeln χαμογελώ σε κάποιον προς το παρόν η τύχη μου χαμογελά im Moment lacht mir das Glück προς το παρόν η τύχη μου χαμογελά χαμογελώ περιπαικτικά angrinsen χαμογελώ περιπαικτικά χαμογελώ πλατιά anstrahlen χαμογελώ πλατιά masquer les exemplesmontrer plus d’exemples