„χαλιναγωγώ“: μεταβατικό ρήμα χαλιναγωγώ [xalinaɣoˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) zügeln zügeln χαλιναγωγώ χαλιναγωγώ