χαλαρός
[xalaˈros], χαλαρή, χαλαρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- χαλαρός όχι σφιχτός
- χαλαρός άνθρωπος, μύες
- lockerχαλαρός ήθη, πειθαρχίαχαλαρός ήθη, πειθαρχία
exemples
- χαλαρή επαφήθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρWackelkontaktαρσενικό | Maskulinum, männlich m