χάρις
[ˈxaris]θηλυκό | Femininum, weiblich f <-ιτος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Begnadigungθηλυκό | Femininum, weiblich fχάρις νομικός όρος | Rechtswesenνομχάρις νομικός όρος | Rechtswesenνομ