φύλο
[ˈfilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Geschlechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nφύλοφύλο
- Stammαρσενικό | Maskulinum, männlich mφύλο καταγωγήφύλο καταγωγή