φυσιολογικός
[fisiolojiˈkos], φυσιολογική, φυσιολογικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- physiologischφυσιολογικός σύμφωνος με τη φυσιολογίαφυσιολογικός σύμφωνος με τη φυσιολογία
- normalφυσιολογικός σύμφωνος με τη φύσηφυσιολογικός σύμφωνος με τη φύση
exemples
- φυσιολογική κατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fNormalzustandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φυσιολογική περίπτωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fNormalfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φυσιολογικό βάροςουδέτερο | Neutrum, sächlich nNormalgewichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples