„φυσικό“: ουδέτερο φυσικό [fisiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Naturell, Natur Naturellουδέτερο | Neutrum, sächlich n φυσικό ιδιοσυγκρασία Naturθηλυκό | Femininum, weiblich f φυσικό ιδιοσυγκρασία φυσικό ιδιοσυγκρασία