„φτύμα“: ουδέτερο φτύμα [ˈftima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Speichel, Spucke, Ausspucken Speichelαρσενικό | Maskulinum, männlich m φτύμα Spuckeθηλυκό | Femininum, weiblich f φτύμα φτύμα Ausspuckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n φτύμα φτύσιμο φτύμα φτύσιμο