φτερό
[fteˈro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Federθηλυκό | Femininum, weiblich fφτερό πούπουλοφτερό πούπουλο
- Flügelαρσενικό | Maskulinum, männlich mφτερό φτερούγαφτερό φτερούγα
- Kotflügelαρσενικό | Maskulinum, männlich mφτερό αυτοκίνητο | AutoαυτοκSchützblechουδέτερο | Neutrum, sächlich nφτερό αυτοκίνητο | Autoαυτοκφτερό αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
exemples
-
- φτερό κόκοραHahnenfederθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φτερό νυχτερίδαςFledermausflügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples