„φρυγανιά“: θηλυκό φρυγανιά [friɣaˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Zwieback, Röstbrot Zwiebackαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρυγανιά Röstbrotουδέτερο | Neutrum, sächlich n φρυγανιά φρυγανιά