„φρούρηση“: θηλυκό φρούρηση [ˈfrurisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bewachung Bewachungθηλυκό | Femininum, weiblich f φρούρηση φρούρηση