„φουλάρι“: ουδέτερο φουλάρι [fuˈlari]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Schal, Halstuch Schalαρσενικό | Maskulinum, männlich m φουλάρι Halstuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n φουλάρι φουλάρι