„φλόγα“: θηλυκό φλόγα [ˈfloɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Flamme, Feuer Flammeθηλυκό | Femininum, weiblich f φλόγα φωτιάς φλόγα φωτιάς Feuerουδέτερο | Neutrum, sächlich n φλόγα ζωηρό πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ φλόγα ζωηρό πάθος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ