φθείρω
[ˈfθiro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ειρα; -άρθηκα; -αρμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verschleißen, abnutzen, abtragenφθείρω καταστρέφωφθείρω καταστρέφω
- verderbenφθείρω διαφθείρωφθείρω διαφθείρω
- zerrüttenφθείρω υγείαφθείρω υγεία