„φαλακρός“ φαλακρός [falaˈkros], φαλακρή, φαλακρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) glatzköpfig, kahlköpfig, kahl glatzköpfig, kahlköpfig φαλακρός φαλακρός kahl φαλακρός βουνό, έδαφος φαλακρός βουνό, έδαφος exemples είμαι φαλακρός eine Glatze haben είμαι φαλακρός