υποψιάζομαι
[ipopsiˈazome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-στηκα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verdächtigenυποψιάζομαι κάποιον, κάτιυποψιάζομαι κάποιον, κάτι
- argwöhnenυποψιάζομαι έχω υποψίεςυποψιάζομαι έχω υποψίες