υποτροπιάζω
[ipotropiˈazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- rückfällig werdenυποτροπιάζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ ιατρική | Medizinιατρυποτροπιάζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ ιατρική | Medizinιατρ