„υπερπλήρης“ υπερπλήρης [iperˈpliris], υπερπλήρης, υπερπλήρεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überfüllt überfüllt υπερπλήρης υπερπλήρης